Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Η Ρόζα του Ρεμπέτικου





Σάρα Σκιναζί ήταν το όνομα σου, μα ήθελες να σε λένε Ρόζα. Ρόζα, σαν τα βαθυκόκκινα πέταλα που είχες φορέσει στα μαλλιά σου, τη νύχτα εκείνη που κλέφτηκες. Τη νύχτα που σκόρπισες παράνομα με τον έρωτά σου, καθώς η οικογένειά του δεν σ’ ενέκρινε. Μα ούτε οι δικοί σου σε ενέκριναν. Αγαπούσες το τραγούδι, τον χορό, όχι το νοικοκυριό. Κοιτούσες τους άντρες μες στα μάτια, δεν έσκυβες κεφάλι. Σε θεωρούσαν αμφιβόλου αρετής. Ήσουν μια Εβραία σ’ έναν κόσμο μπάσταρδο, σ’ έναν κόσμο που αποζητούσε μια ταυτότητα. Έναν κόσμο παραδομένο στα φενακισμένα όνειρα του.


Από το βράδυ ως το πρωί
με πρέζα στέκω στη ζωή
κι όλο τον κόσμο κατακτώ
την άσπρη σκόνη σαν ρουφώ.


Γυρνούσες σε τοπικές ταβέρνες της οθωμανικής, ακόμα, βορείου Ελλάδας. Οι Τούρκοι πρώτοι αγάπησαν τη φωνή σου. Σε είχαν δει, εκεί στην Κομοτηνή, ενώ τραγουδούσες κάποιο βράδυ, και σου ζήτησαν να εμφανιστείς στο κέντρο τους. Η μάνα σου, υπηρέτρια τότε σε μια εύπορη οικογένεια, είχε εξοργιστεί. «Αλίμονο, η κόρη μου να γίνει χορεύτρια!», έλεγε – ενώ χαμήλωνε το βλέμμα της την ώρα που περνούσε μπροστά ο κύρης. Μα η δική σου σκέψη φτερούγιζε με εικόνες και αρώματα σμυρναίικα, σκηνές νυχτερινής ζωής και ταξιδιάρες μελωδίες. Το τραγούδι και ο χορός κυλούσαν μέσα σου, όπως τα ψάρια στον βυθό. Και συ μαζί τους κολυμπούσες, αρμενίζοντας στις θάλασσες της φαντασίας σου.







Άλλαξες σε Ρόζα το όνομα σου, τη στιγμή που αποφάσισες πως ήθελες να ακολουθήσεις τον δρόμο της τέχνης. Ήταν μια δήλωση ελευθερίας. Η στιγμή που ανάσαινες σε καθαρό αέρα.

Μα αν ο αέρας ήταν καθαρός, το έδαφος που βάδιζες ήταν κακοτράχαλο. Ο άντρας σου θα πέθαινε μετά από λίγα χρόνια και θα άφηνες το παιδί σου σε οικοτροφείο – θα περνούσαν πολλά χρόνια μέχρι να το ξαναδείς. Στο μεταξύ θα έφευγες για την Αθήνα. Μια νέα εποχή ξημέρωνε, στο κατόπι του Πολέμου, εκεί, στα χρόνια της δεκαετίας του 20… Εποχή λουσμένη στο φως των υποσχέσεων, μα ταυτόχρονα παραδομένη στις σκιές τους. Μα εσύ αποζητούσες φως και μόνο. Τα δικά σου όνειρα δεν ήταν σαν των άλλων.


Όλος ο κόσμος είναι θύμα μου
σαν έχω πρέζα και ρουφάω
κι οι πολιτσμάνοι όταν θα με δουν
μελάνι αμολάω.






Για ένα διάστημα τραγουδούσες σε τρεις γλώσσες: Ελληνικά, τουρκικά και αρμένικα. Μα σε όποια γλώσσα και αν μιλούσες, τη φωνή σου χρωμάτιζες το ίδιο. Οι λέξεις και τα συναισθήματα δεν άλλαζαν, ούτε τα νοήματα των στίχων.


Κάποια στιγμή θα σε ανακάλυπτε ο Παναγιώτης Τούντας. Ήταν εκείνος που έφερε τις μελωδίες απ’ τη Σμύρνη στην Αθήνα και συνέβαλε όσο ελάχιστοι στη διαμόρφωση ενός νέου είδους τραγουδιού, που ακόμα δεν είχε κάποιο όνομα. Ένα τραγούδι που μιλούσε όμως σε κείνους που αποζητούσαν στη μουσική όχι διασκέδαση, μα παρηγοριά. Σε κείνους τους χιλιάδες. Θα συνέδεες το όνομα σου με το τραγούδι αυτό και ο κόσμος θα σε γνώριζε… Δέκα χρόνια μετά η φωνή σου θα γινόταν αγαπητή από τα πλήθη, σε Ελλάδα, Αίγυπτο, Τουρκία, Αλβανία και Σερβία.



Παναγιώτης Τούντας


Μα η φήμη ποτέ δε σ’ αιχμαλώτισε. Τον καιρό που στη χώρα κάποιοι ύψωναν το χέρι σε χαιρετισμό φασιστικό και μιλούσαν για μεγαλεία εθνικά και αυτοκρατορίες, εσύ με τόλμη τραγουδούσες.

Σαν μαστουρωθείς
γίνεσαι ευθύς
βασιλιάς, δικτάτορας, Θεός και κοσμοκράτορας.
Πρέζα όταν πιεις
βρε θα ευφρανθείς
κι όλα πια στον κόσμο ρόδινα θε να τα δεις.

Δική μου είναι η Ελλάς
και στην κατάντια της γελάς,
της λείπει το `να της ποδάρι
ρε και το παίξανε στο ζάρι.


Εξουσία, δικτατορία και πρέζα. Όψεις του ίδιου νομίσματος. Κάλπικες μορφές, σέρνοντας απατηλούς χορούς. Το καθεστώς του Μεταξά απαγόρευσε αυτό το τραγούδι σου, μα και άλλα σαν αυτό. Θα τα ανακάλυπτε ξανά πολλά, πολλά χρόνια μετά ο κόσμος.

Έπειτα ήρθε ένας ακόμα πόλεμος. Η κατοχή. Προκειμένου να διαφυλάξεις τον εαυτό σου, είχες εκδώσει πλαστά χαρτιά γεννήσεως. Η εβραϊκή καταγωγή σου δεν γινόταν φανερή. Μα αν είχες συνδεθεί ερωτικά με έναν Γερμανό, παράλληλα έκρυβες μαχητές της Αντίστασης στο σπίτι σου, ενώ φυγάδευες Εβραίους από Αθήνα και Θεσσαλονίκη… μεταξύ των οποίων και την οικογένειά σου. Μα το γάβγισμα των μαύρων σκύλων αντηχούσε έξω από την πόρτα σου… Οι σκιές συχνά ζωντάνευαν. Κάποια στιγμή έγινε φανερή η δράση σου και σε συνέλαβαν. Θα έμενες φυλακισμένη για τρεις μήνες. Έζησες, ωστόσο.






Τα χρόνια μετά τον πόλεμο θα απέβαιναν καρπερά για τη διεθνή καριέρα σου, μα όχι μόνο. Νέοι γάμοι, ταξίδια και περιοδείες στην Αμερική, άφθονοι δίσκοι και χειροκροτήματα δίχως τέλος… Μα κάτι ωστόσο είχε αρχίσει να τελειώνει. Το τραγούδι εκείνο με το οποίο είχες συνδέσει το όνομα σου πλέον είχε μεταμορφωθεί. Οι καιροί άλλαζαν, οι συνθήκες το ίδιο. Στη μορφή και τη φωνή σου ο κόσμος θα άρχιζε σταδιακά να βλέπει ένα παράθυρο στον χρόνο, σε κείνα που ήταν πλέον περασμένα.

Κάποιοι θα ξεχνούσαν. Και η ιστορία θα επαναλαμβανόταν.


Εγώ θα είμαι ρε δικτάτορας
κι ο κόσμος στάχτη αν θα γίνει
ο ένας θα μ’ ανάβει τον λουλά
κι ο άλλος θα τον σβήνει.


Κάποιοι όμως σε θυμόμαστε. Σχεδόν βλέπουμε τ' αστέρια που ξεπηδούσαν απ' τα μάτια σου, σαν ονειρευόσουν. Κάπου ανάμεσα τους ίσως τριγυρίζεις.

Το τραγούδι σου ονομάστηκε ρεμπέτικο. Και συ ήσουν η Ρόζα Εσκενάζυ.





Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

"Hellhound on my Trail"... Ο Robert Johnson και ο Διάβολος







Ένα κρύο βράδυ του Οκτώβρη, στα χρόνια της δεκαετίας του 30, ένα βράδυ που το ολόγιομο φεγγάρι έβαφε τον ουρανό στην απόχρωση του αίματος, ο Robert Johnson έκανε συμφωνία με τον διάβολο.

Ο Johnson ήταν ένας μοναχικός μουσικός των Blues, γυροφέρνοντας σαν άδικη κατάρα με τη κιθάρα του στα βασανισμένα τοπία του αμερικανικού Νότου, γυρεύοντας κάποια αναγνώριση. Μικρό παιδί μόλις και είχε μάθει τη σκληρή ζωή της εργασίας στις φυτείες, ζωντανό απομεινάρι των χρόνων της σκλαβιάς – που μόνο στο όνομα είχε καταρρεύσει. Ήταν μόλις 17 χρονών όταν παντρεύτηκε τη φιλενάδα από τα παιδικά του χρόνια, Virginia, μα ίσα που πρόλαβε να ζήσει έναν χρόνο φευγάτης ευτυχίας. Η αγαπημένη του Virginia έμελλε να πεθάνει στη διάρκεια της γέννας – και μαζί με αυτή, πέθανε και το παιδί της.

Ο Johnson ήταν απαρηγόρητος. Μόνη του διέξοδος πια η μουσική και το ουίσκι. Παρέα με τους λιγοστούς του φίλους, γυρνούσε εδώ κι εκεί, η κιθάρα μόνιμη αποσκευή του. Με τον φιλαράκο του Willie Brown λένε πως σύχναζαν τα βράδια σε νεκροταφεία, γράφοντας τραγούδια στις ταφόπλακες, ρουφώντας το φεγγάρι, θέλοντας ίσως να ξυπνήσουν τους νεκρούς…

Μα οι νεκροί πάντα κοιμόνταν. Και το κοινό παρέμενε αδιάφορο για τη μουσική του Johnson.







Crossroads



Ώσπου ήρθε εκείνο το μοιραίο, παγερό βράδυ του Οκτώβρη. Ο Johnson βάδιζε σε μια σκοτεινή διασταύρωση, στο ανίερο σμίξιμο των δρόμων Highway 61 και 49… Σύμφωνα με μια παράδοση που είχε ρίζες στο μακρινό παρελθόν, η διασταύρωση δύο δρόμων θεωρείται μέρος ερεβώδες, δαιμονικό, χαίνουσα πηγή μαύρης μαγείας. Ο άνεμος φυσούσε, αντηχώντας σαν αναστεναγμός μανιασμένου εραστή. Ο ουρανός έσμιγε με τη σελήνη και γεννούσανε σκιές. Ένα σκυλί ούρλιαζε σα λυσσασμένο, χοροπηδώντας λες και προσπαθούσε να πιάσει το σκιερό του είδωλο.

Τότε ήταν που ο Johnson συνάντησε έναν μεγαλόσωμο, επιβλητικό, μαυριδερό κύριο. Ο κύριος του χαμογέλασε και τα λευκά δόντια του αντανακλούσαν τη λάμψη απ’ το φεγγάρι. «Σε περίμενα», του είπε, κι ενώ ο Johnson δε πίστευε στα μάτια του. «Άργησες, ξέρεις», συνέχισε εκείνος. «Μα ίσως και όχι. Κάποιες φορές ό,τι αργεί γίνεται απολαυστικότερο στο τέλος, δε συμφωνείς;».

Ο Johnson κατάλαβε ποιος ήταν. Και κατάλαβε ποιος ήταν ο σκοπός του. Η καρδιά του χτύπησε με φόβο και λαχτάρα. «Έχω χάσει όλα όσα είχα. Τη ζωή μου, τη γυναίκα μου, το παιδί μου. Μόνο η κιθάρα αυτή μου μένει. Το μόνο όνειρο μου, ν’ αναγνωριστώ. Nα πνίξω τον πόνο μου στη παρηγοριά της δόξας, στη ζεστασιά του ακριβού ποτού, να με θαυμάζουν οι μουσικοί και να με ποθούνε οι γυναίκες. Μπορείς να μου δώσεις αυτό που σου ζητώ;»







Ο διάβολος τον κοίταξε και τα μάτια του πετούσαν σπίθες. «Μπορώ να σου χαρίσω τόση δόξα, όση δε φαντάζεσαι. Θα έχεις ουίσκι άφθονο και γυναίκες φίνες. Δεκαετίες και δεκαετίες μετά θα μνημονεύεται το όνομα σου και θα σε μελετούν οι καλλιτέχνες. Η μουσική του 20ου αιώνα θα εμποτιστεί στους ρυθμούς που θα της δώσεις… Μα, να ξέρεις, υπάρχει πάντα και το τίμημα... Νομίζω πως αυτό είναι αυτονόητο».

Ο Johnson φάνηκε διστακτικός. Το σταυροδρόμι κάτω στα πόδια του φάνταζε λες και ανήκε σ’ έναν άλλο κόσμο – σα να ήταν το μοναδικό σταυροδρόμι που είχε ποτέ υπάρξει, ίδιο και απαράλλαχτο σε όλες τις εποχές και τους τόπους. Ο αέρας είχε πάψει ν’ αντηχεί, το σκυλί ίσα που ακουγόταν. Ο Johnson σκέφτηκε το παρελθόν του… τι είχε χάσει, τι είχε να κερδίσει. Σκέφτηκε τα μέλη της φυλής του, τους χιλιάδες σαν αυτόν που βίωναν τα δεινά μιας κοινωνίας που δεν είχε χτιστεί στα μέτρα των ικανοτήτων τους. Τα σκέφτηκε όλα αυτά και αποφάσισε.

«Θέλω να γίνω ο βασιλιάς των Blues», είπε στον διάβολο. Και ο διάβολος χαμογέλασε.

«Φέρε την κιθάρα σου, παλικάρι μου», του είπε. Ο Johnson, κάπως απρόθυμα, του την παραχώρησε. Ο διάβολος την πήρε στα πελώρια χέρια του, την κούρδισε και εκείνη φάνηκε ν’ αναστενάζει ηδονικά. Φλόγες φάνηκαν να ξεπετάγονται από πάνω της. Μα όταν ο Johnson την έπιασε στα χέρια του, η κάψα όλη μπήκε στο κορμί του. Και αισθάνθηκε τότε τη γλυκιά ηδονή της έμπνευσης να τον κατακλύζει. Ήταν ένας άλλος άνθρωπος πια.

Το επόμενο πρωί, όταν θα επέστρεφε στη πόλη, ο νεαρός αυτός θα άφηνε κατάπληκτο το ακροατήριο με τις εκπληκτικές του ικανότητες. Ο ήχος των Blues του Δέλτα είχε πια βρει τον σημαντικότερο τους εκφραστή. Και ο Johnson έγραψε μερικά τραγούδια, σχετικά με την εμπειρία που είχε. Ένα από αυτά ήταν το "Me and the Devil Blues". Ένα άλλο ήταν το "Hellhound on my Trail".








Ο χορός της αιωνιότητας



Η δόξα θα ερχόταν, μα το τίμημα ήταν βαρύ. Λίγα μόλις χρόνια μετά, κι ενώ ο Johnson είχε αρχίσει να αποκτά την αναγνώριση που τόσο επιθυμούσε, έμελλε να πέσει νεκρός στο άδυτο ενός μπαρ, πίνοντας ουίσκι ποτισμένο με δηλητήριο – πιθανότατα από κάποιον ανταγωνιστή… Ο διάβολος είχε τηρήσει τη συμφωνία του.

Μα, πράγμα παράξενο, στις ακόλουθες δεκαετίες όλο και περισσότερος κόσμος θα ανακάλυπτε τον Robert Johnson. Η μουσική του θα διοχετευόταν στα κανάλια, όχι μόνο των Blues, μα και της Jazz, των Rhythm n Blues, του Rock n Roll. Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως η Ροκ μουσική στο σύνολο της γεννήθηκε επειδή κάποτε, αυτός ο βασανισμένος, μα ικανότατος, μαύρος μουσικός, οραματίστηκε πως ένα βράδυ, υπέγραψε συμβόλαιο με τον διάβολο…


Μεταξύ μας… Δεν ήταν ο διάβολος αυτός. Μα ο θεός της μουσικής, μεθυσμένος απ’ το άφθονο ουίσκι και τον τρελό χορό. Πίνοντας και τραγουδώντας στην υγεια του Robert Johnson, του πατέρα των Blues.




Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

To Όνειρο του Δούκα





Μεγάλωσε σε μια οικογένεια που του εμφύσησε την αίσθηση της αξιοπρέπειας και του αυτοσεβασμού. "Να σέβεσαι τον εαυτό σου! Κανείς δεν υπάρχει άλλος σαν εσένα! Θα δεις και θα ακούσεις πολλά, να ξέρεις... μα να θυμάσαι πάντα: είσαι μοναδικός! Και αν πιστέψεις στον εαυτό σου... μπορείς να κάνεις τα πάντα!"... Έτσι του έλεγε η μητέρα του. Και κείνος την άκουγε, ενώ τα μάτια του πετούσαν σπίθες.

Σε αντίθεση με πλήθος άλλων, μαύρων μουσικών της εποχής του, οι ρίζες του δε βρίσκονταν στο κοινωνικό περιθώριο, στις αλάνες και τα πεζοδρόμια, τα λουσμένα στο ερυθρόχρωμο φως της φτηνής ηδονής και της αέναης εκμετάλλευσης. Δεν έζησε στη φτώχεια και την απαξίωση. Αντίθετα, ανατράφηκε σε μια αστική οικογένεια της Ουάσιγκτον. Λένε πως ντυνόταν τόσο κομψά, όταν πήγαινε σχολείο, που οι συμμαθητές του του είχαν κολλήσει ένα παρατσούκλι - ένα παρατσούκλι που έμελλε να συνδεθεί αναπόσπαστα με αυτόν. Τόσο, ώστε να γίνει πρώτο όνομα του.

Ο Δούκας. The Duke.







***


Ήταν ο Duke Ellington. Και έμελλε να καθιερωθεί ως ένας από τους σπουδαιότερους Αμερικανούς συνθέτες του 20ου αιώνα. Η τζαζ - μα και η μουσική η ίδια - ποτέ δε θα ήταν ίδια ξανά, από τη μέρα που έπιασε το πρώτο του πιάνο. Σαν άλλος ζωγράφος, έβαφε τον αιθέρα με τα ονειρικά του ηχοτρόπια, κάθε του νότα και ένα άλλο χρώμα, ζωγραφίζοντας μουσικές διαθέσεις σ' έναν νοητό, υπεραισθητό καμβά, πέρα από τα σύνορα της φαντασίας.

"Πως παίρνεις τις ιδέες σου;", τον είχαν ρωτήσει - μια κλασική, στερεότυπη θα λέγαμε, ερώτηση. Μα η απάντηση του Duke δεν ήταν τέτοια.

"Από τα όνειρα", είχε πει εκείνος. "Έχω χιλιάδες όνειρα... αυτό κάνω όλη την ώρα. Ονειρεύομαι".

"Και πως κατέληξες στο πιάνο;"

"Μα... αυτό δεν είναι πιάνο. Είναι ένα όνειρο".







Black and Tan Fantasy









H δεκαετία του 20 είδε την έκρηξη του φαινομένου της τζαζ, μα και της βιομηχανίας του θεάματος. Οι μαύροι μουσικοί της τζαζ είχαν μετατραπεί σε σταρ, μα όλα στα πλαίσια της ψυχαγωγίας του αδηφάγου για κατανάλωση, λευκού κοινού. Ήταν οι "ψυχαγωγοί" τους. Οι "διασκεδαστές" τους - συνεχίζοντας μια παράδοση που πήγαινε πίσω στα χρόνια της σκλαβιάς.

Και οι ταινίες των καιρών απεικόνιζαν, αυτούς τους μαύρους, μονίμως σε ρόλους στερεότυπους - ως μεθύστακες, αστειάτορες, καραγκιόζηδες, αφελείς, καλοκάγαθους, δεινούς χορευτές ή παίχτες του μπόνγκο - μα ανίκανους για πειθαρχημένη σκέψη, πόσο μάλλον για πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Η τζαζ είχε καθιερωθεί ως "negro music" - και ως τέτοια συνάρπαζε τις μάζες, μα ταυτόχρονα τρομοκρατούσε τους συντηρητικούς λευκούς, θεωρώντας τη προπύργιο ανηθικότητας, ως και μορφή συλλογικής παθολογίας - την υποχθόνια εισβολή του "πνεύματος των νέγρων" στις πατροπαράδοτες αξίες, απειλώντας τη σταθερότητα της κοινωνίας.

Καταμεσής αυτού του κλίματος, εν έτει 1929, ο Duke Ellington συμμετείχε σε μια ταινία μικρού μήκους με τίτλο "Black and Tan Fantasy". Σε αντίθεση με τόσα άλλα φιλμ της εποχής με μαύρους χαρακτήρες, εδώ ο Duke δεν εμφανίζεται ως καρικατούρα - μα είναι απλά ο εαυτός του: ένας μουσικός του Χάρλεμ που πασχίζει να τα βγάλει πέρα - κι ενώ τα σύννεφα της Μεγάλης Κρίσης του 29 ήταν κοντά.

Κοντά στον Duke μια νεαρή, πρωτοεμφανιζόμενη μαύρη ηθοποιός, στον ρόλο της γυναίκας του: Η Fredi Washington. Υπήρξε μία από τις πρώτες μαύρες ηθοποιούς που έμελλε να αποκτήσουν κεντρικό ρόλο στις ταινίες - και να αναγνωριστούν γι' αυτόν.







Η πλοκή είναι απλή, μα καθηλωτική μέσα στην απλότητα της. Ο Duke και η γυναίκα του, αυτός πιανίστας, εκείνη χορεύτρια, δε τα βγάζουν πέρα και δεν έχουν πλέον να πληρώσουν το νοίκι για το διαμέρισμα τους. Η Fredi αναλαμβάνει ένα πολύ μεγάλο χορευτικό νούμερο, υπό τη συνοδεία της μουσικής του συζύγου της, προκειμένου να ξεπεράσουν τα οικονομικά προβλήματα τους. Μα το κάνει κόντρα στην υγεία της, που βρίσκεται πια στα όρια της...

Και έτσι, τόσο απλά, σε 15 λεπτά μόνο, διανθισμένα με τις ονειρικές μελωδίες του Duke Ellington, το φιλμ παντρεύει το όνειρο (τη μουσική) με τη στυγνή πραγματικότητα.


Μα ο Duke θα συνέχιζε να χτίζει τα όνειρα του με τα υλικά που του έδινε ένας κόσμος που δεν είχε χτιστεί στα μέτρα του. Μα δε τον ένοιαζε. Η συμβουλή της μητέρας του αντηχούσε πάντα μες στ' αυτιά του. Θα προσπαθούσε... Δε θα το έβαζε κάτω... Θα έδινε τον καλύτερο του εαυτό. Θα δημιουργούσε.

Και θα γινόταν έτσι παράδειγμα για τόσους άλλους, που εμπνεύστηκαν - και συνεχίζουν να εμπνέονται - απ' αυτόν.




source


***



Μπορείτε να δείτε το "Black and Tan Fantasy" στο ακόλουθο λινκ. Αξίζει να του αφιερώσετε 15 λεπτά.





Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

"Jesus Died For Somebody's Sins... But Not Mine"





“Jesus died for somebody’s sins… but not mine”.


Ελάχιστες φορές ένας στίχος υπήρξε τόσο σημαδιακός για την ιστορία της μουσικής και το πνεύμα ενός ολόκληρου κινήματος. Λέξεις που πάλλονται στον υγρό, ηδονικό ρυθμό της επανάστασης, γράμματα που ακτινοβολούν δαιμονικά, μάτια μιας γάτας στο σκοτάδι. Η γάτα στέκεται ακίνητη, η ουρά της τεντωμένη, προκλητική, βέλος τοξεύοντας τον ουρανό, αναπνέοντας τις ηδονές της νύχτας. Και σύ την παρατηρείς να σε κοιτάζει – ατίθαση, αδάμαστη, ανεξάρτητη.

«Δε ξέρω πως τα είχατε κανονίσει μέχρι τώρα, κύριος», φαίνεται να σου λέει. «Μα εγώ ζω για το νυχτερινό αέρα, το τρεχαλητό πίσω απ’ τη σελήνη, το σκαρφάλωμα σε σκιερές, ακανόνιστες κορφές, το σμίξιμο σε απόμερες γωνιές… Δες με! Τρέχω, τρέχω, τρέχω και είμαι λέφτερη. Κρατήστε για πάρτη σας τον κόσμο που χτίσατε οι ίδιοι, τούβλα αρίφνητα το ένα πάνω στ’ άλλο, τούβλα ομοιόμορφα, σφιχτά σα τα κεφάλια σας, φοβούμενα μη τυχόν και μετακινηθούν ένα βήμα παραπέρα και γκρεμιστεί το οχυρό – τοίχοι που υψώνονται σα θεόρατα βουνά.

Εμένα ο κόσμος μου είναι άλλος. Εσάς τοίχος σημαίνει σύνορο, σημαίνει κλείσιμο, σημαίνει προστασία – ο ένας απ’ τον άλλον, μα και απ’ τους εαυτούς σας… Γιατί όσα τείχη βλέπω να υψώνονται έξω από σας, άλλα τόσα βλέπω να υψώνονται μέσα σας.








Εγώ όμως δεν αγαπώ τους τοίχους παρά για τη σκιά που δίνουν, την ευχάριστη, αναπαυτική σκιά πάνω στην οποία απλώνω το κορμί μου! Και τις ωραιότερες σκιές παρέχουν οι τοίχοι που έχουν κατεδαφιστεί, εκείνοι πάνω στους οποίους μπορείς να τριγυρνάς, μέσα έξω, πέρα δώθε! Αυτός είναι ο κόσμος μου… Και αυτός ο κόσμος μου αρέσει».

Η γάτα θα μπορούσε τότε, μπροστά στα έκπληκτα σου μάτια, να έπαιρνε ξάφνου ανθρώπινη μορφή. Θα υψωνόταν και θα σε κοίταζε με εξυπνάδα και ένα σαρκαστικό χαμόγελο. Ποιήτρια της εξέγερσης, μια γυναίκα που δε δίνει δεκάρα για κανέναν, παρά για όσα αγαπά αληθινά, όσα της παρέχουν ανάσα και ζωή – το φεγγάρι, ο δρόμος και ο νυχτερινός της ουρανός. Και το όνομα αυτής της γάτας… Patti Smith.





source


Και ήταν αυτοί οι στίχοι, που ξεκινούσαν λέγοντας πως «ο Χριστός πέθανε για τις αμαρτίες κάποιων… μα όχι τις δικές μου», οι στίχοι που ανέδειξαν για πρώτη φορά τη παρουσία της στα μουσικά δρώμενα της εποχής της, τότε, στα μισά ακριβώς της δεκαετίας του 70, όταν κυκλοφορούσε το ντεμπούτο άλμπουμ της με τίτλο “Horses”… Δίσκος-ορόσημο για την εναλλακτική νεοϋορκέζικη σκηνή και το κίνημα που ακόμα δεν είχε λάβει το όνομα του – σύντομα ωστόσο θα καθιερωνόταν με τον τίτλο… “Punk”.

Το εναρκτήριο αυτό τραγούδι, του πρώτου δίσκου της, ονομαζόταν “Gloria”. Και υπήρξε ουσιαστικά διασκευή ενός ομότιτλου τραγουδιού της δεκαετίας του 60, τραγούδι που είχε γράψει ο Van Morrison. Μα αν το αυθεντικό “Gloria” του Van Morrison υπήρξε ένα κλασικό – αν και προκλητικό, για τα δεδομένα των καιρών του – τραγούδι αγάπης, αποπνέοντας το αισθησιακό άρωμα των 60’s, μιλώντας για μια γυναίκα η οποία «τρυπώνει μες στα μεσάνυχτα στο δωμάτιο του εραστή της»… η εκδοχή της Patti Smith υπερέβη αυτό το όριο, μεταμορφώνοντας το, αλλάζοντας τους στίχους του, δημιουργώντας κάτι νέο… κάτι που τεντώνεται και νιαουρίζει προκλητικά μέσα στη νύχτα, κοιτώντας σε με μάτια που αστραποβολούν.








Το όνομα “Gloria” παραπέμπει στον παραδοσιακό θρησκευτικό ύμνο με τίτλο “Gloria In Excelsis Deo” – η Δόξα (=Gloria) είναι εκείνη του Θεού, του Δημιουργού του Κόσμου. Ένας ύμνος με ρίζες ως τον 2ο και 3ο αιώνα μ.χ. Στον Van Morrison η “Gloria” μεταμορφώνεται σε μια κοπέλα, την ερωμένη του ποιητή… Μα σα να μην έφτανε αυτό, η Patti Smith, καθόλου τυχαία, επαναφέρει το θρησκευτικό υπόβαθρο, τονίζοντας μας, στον πρώτο κιόλας στίχο, πως «οι αμαρτίες του Χριστού… εμένα δε με αφορούν». 

Και μαζί με τις αμαρτίες δε με αφορούν οι νόμοι τους, οι κανόνες που έχτισαν, τείχη που αγγίζουνε τον ουρανό, φτάνουν ως τα σύννεφα, τις Πύλες του Παραδείσου. Δε με αφορούν τα θεόρατα τους τείχη, γιατί τα μέτρα τους δεν είναι ανθρώπινα. Δε με νοιάζει ο παράδεισος τους, καθώς προτιμώ αυτόν εδώ της γης… Και η δόξα είναι η δόξα που μοιράζομαι, μαζί της, εγώ και κείνη, όταν ανεβαίνει στο δωμάτιο μου τη νύχτα, όταν οι δείκτες σημαίνουν μεσάνυχτα…

Και τότε οι καμπάνες όλες αντηχούν χαρμόσυνα… Και τραγουδούν έναν γνώριμο σκοπό…


And the tower bells chime, 'ding dong' they chime

They're singing, 'Jesus died for somebody's sins but not mine.'….





Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...